συναφής

συναφής
ης, ες (взаимо)связанный, родственный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συναφής" в других словарях:

  • συναφής — united masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφῆς — συναφή connexion fem gen sg (attic epic ionic) συναφής united masc/fem acc pl (attic epic doric) συναφής united masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφής — ές, ΝΜΑ αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι νεοελλ. 1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις») 2.… …   Dictionary of Greek

  • συναφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει άμεση σχέση: Συζητήθηκε η ένταξη της Tουρκίας στην Eυρωπαϊκή Ένωση και τα συναφή μ αυτήν προβλήματα. 2. παρόμοιος: Συναφείς έννοιες. – Συναφείς καταστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναφῆ — συναφής united neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συναφής united masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συναφής united masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφέστερον — συναφής united adverbial comp συναφής united masc acc comp sg συναφής united neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναφής — συναφής , συναφής united masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφέα — συναφής united neut nom/voc/acc pl (epic ionic) συναφής united masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφές — συναφής united masc/fem voc sg συναφής united neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφοῦς — συναφής united masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφῶς — συναφής united adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»